- συνεκπολεμούμενοι
- συνεκπολεμέωvanquish togetherpres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)συνεκπολεμόωexcite to war togetherpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκπολεμώ — (I) έω, Α κυριεύω, νικώ κάποιον μαζί με άλλους («αὐτὸς συνεκπολεμήσει αὐτοὺς μεθ ὑμῶν», ΠΔ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπολεμῶ (Ι) «παροτρύνω ή εμπλέκω σε πόλεμο»]. (II) όω, ΜΑ 1. εξεγείρω, παρακινώ κάποιον σε κοινό πόλεμο εναντίον κάπου άλλου 2.… … Dictionary of Greek